μικρότητα

μικρότητα
και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός]
η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας καὶ κατασιωπηθείσας», Ισοκρ.)
νεοελλ.
μτφ. το να είναι κάποιος μικρός ως προς την ψυχή ή το φρόνημα, αναξιοπρέπεια, μικροπρέπεια, προστυχιά
αρχ.
1. (για τη φωνή) αδυναμία, ατονία, ισχνότητα
2. (για άνεμο) ελαφρότητα, απαλότητα
3. (για ύφος) το τετριμμένο, η κοινοτοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικρότητα — η μικροπρέπεια, αναξιοπρέπεια: Δε μου ζήτησε συγνώμη από μικρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρότητα — μῑκρότητα , μικρότης smallness. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… …   Википедия

  • CHAERONIA et CHAERONEA seu CHERRONEA — CHAERONIA, et CHAERONEA, seu CHERRONEA Boeotiae urbs, ad Cephissum fluv. Plutarchi patria. Prius Anne dicebatur, testibus Pausaniâ, l. 9. paulo ante finem, et qui amat non raro buculâ (quod aiunt) Pausaniae arare, Stephanô Byzantiô, l. 22. περὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπρέπεια — η έλλειψη αξιοπρέπειας, μικροπρέπεια, μικρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από τον κληρικό και συγγραφέα Νεόφυτο Δούκα (1760 1845)] …   Dictionary of Greek

  • ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …   Dictionary of Greek

  • μικρομελία — και μικρομέλεια, η ιατρ. παθολογική δυσανάλογη μικρότητα ή βραχύτητα τών άκρων τού σώματος σε σχέση με τον κορμό, όπως π.χ. στην περίπτωση τής εμβρυϊκής χονδροδυστροφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micromelia (βλ. μικρο[ο] )] …   Dictionary of Greek

  • μικροσύνη — η [μικρός] μικρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”